τιθυμάλλου

τιθυμάλλου
τιθύμαλλος
spurge
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηκώνιο — το (Α μηκώνιον) [μήκων] 1. ο χυμός τού φυτού μήκων η υπνοφόρος 2. καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα τού εμβρύου και τού νεογεννήτου, από χολή και εντερικά κύτταρα και εμφανίζεται στο έντερο τού ανθρώπινου εμβρύου από τον πέμπτο… …   Dictionary of Greek

  • περσίτης — ὁ, Α ονομασία φυτού, είδους τιθυμάλλου, γαλατσίδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”